- ολόπυρος
- (I)ὁλόπυρος, -ον (Α)αυτός που έχει παρασκευαστεί από σιτάρι που δεν έχει αλεστεί ή κοπανιστεί, αλλά έχει βραστεί ολόκληρο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο)-* + πυρός «σιτάρι» (πρβλ. λευκό-πυρος)].————————(II)ὁλόπυρος, -ον (Μ)αυτός που περιβάλλεται από τη φωτιά ή είναι ολόκληρος από φωτιά.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο)-* + πῦρ, πυρός (πρβλ. ημί-πυρος)].
Dictionary of Greek. 2013.