ολόπυρος

ολόπυρος
(I)
ὁλόπυρος, -ον (Α)
αυτός που έχει παρασκευαστεί από σιτάρι που δεν έχει αλεστεί ή κοπανιστεί, αλλά έχει βραστεί ολόκληρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο)-* + πυρός «σιτάρι» (πρβλ. λευκό-πυρος)].
————————
(II)
ὁλόπυρος, -ον (Μ)
αυτός που περιβάλλεται από τη φωτιά ή είναι ολόκληρος από φωτιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο)-* + πῦρ, πυρός (πρβλ. ημί-πυρος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ὁλόπυρος — of unground wheat masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁλόπυρον — ὁλόπυρος of unground wheat masc/fem acc sg ὁλόπυρος of unground wheat neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ολ(ο)- — (ΑΜ ὁλ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. όλος και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού ολόκληρου, τού ακέραιου (πρβλ. ολο μελής, ολό σωμος, ολό ψυχος). Το σύστημα τών συνθ. με α συνθετικό ολ(ο) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”